νήσσα — νήσσᾱ , νῆττα duck fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῆσσα — νῆττα duck fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσσα η πλατύρρυγχος — Κοινό είδος χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Βλ. λ. αγριόπαπια … Dictionary of Greek
νήσσας — νήσσᾱς , νῆττα duck fem acc pl νήσσᾱς , νῆττα duck fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
νησσαίος — α, ο (Α νησσαῑος, αία, ον) [νήσσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσσα ή προέρχεται από τη νήσσα … Dictionary of Greek
νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] … Dictionary of Greek
νησσοειδής — νησσοειδής, ές (Μ) όμοιος με νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήσσα «πάπια» + ειδής*] … Dictionary of Greek
утка — I утка I, утица, собир. утва, астрах. (РФВ 63, 132), укр. утиця, блр. уць ж., уцiца, др. русск. уты, род. п. ъве, утица, цслав. ѫты, сербохорв. у̏тва, словен. о̣̑tvа, н. луж. husica утка , huse, род. п. husesa утенок . Праслав. *ǫtь или ǫty,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Duck — This article is about the bird. For duck as a food, see Duck (food). For other meanings, see Duck (disambiguation). Duckling redirects here. For other uses, see Duckling (disambiguation). Ducks … Wikipedia